- σεμνοπρεπῶς
- σεμνοπρεπήςsolemn-lookingadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνοπρεπής — ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, η, ο, Ν ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές η σεμνοπρέπεια. επίρρ... σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ με ευπρέπεια, με σοβαρότητα («μέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς… … Dictionary of Greek
ταρχύω — Α θάβω, κηδεύω κάποιον σεμνοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνειο από γλώσσα τής Μικράς Ασίας. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τα θεωνύμια λυκιακά trqqas και λουβιτικά Tarhund , που ανάγονται στη ρίζα τού χεττιτ. ρ. tarh «νικώ».… … Dictionary of Greek